- μπαΐρι
- το обл крутой склон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαΐρι — το 1. πλαγιά βουνού 2. βουνό 3. άγονος τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayir] … Dictionary of Greek